Σάββατο 10 Μαΐου 2008

Λευκή Οργάντζα


Είσαι σαν αερικό ,κάτι το άπιαστο ,κάτι που με ελκύει και με τρομάζει ταυτόχρονα. Διαβάζω την κάθε σου σκέψη ,το κάθε σου συναίσθημα. Πάρε μια ανάσα και κοίταξε με μόνο στα μάτια. Δεν θα σου πω για τον κόσμο σου ,θα σου πω για την ψυχή σου, τον στόχο.

Δεν σε ξέρω καθόλου και όμως, ακούω τον χαώδη ήχο των ονείρων σου. Το γουργουρητό του πεινασμένου σου μυαλού. Κάθε σου σκέψη, που σαν κόκκινη παπαρούνα, έρχεται και κάθεται από μόνη της πάνω στα δάχτυλα μου .Αφήνοντας τους ,τα κίτρινα δάκρυα της. Κι ύστερα έτσι απρόοπτα, αναπάντεχα πετά μακριά μου, ελεύθερη, δυνατή.

Μα στο ‘χω πει ,εσύ είσαι από σύννεφο και ‘γω απο γη. Ναι, δεν ξερώ την αλήθεια σου , δεν την ξέρω! Αλλά ξερώ…. τι αγαπάς! “Έλα να με βρεις τότε”, μου είπες και ‘γω σε ψάχνω ξέρεις .Και δεν είναι δίκαιο αυτό, γιατί με κλείδωσες σε ’να κρυστάλλινο παλάτι. Και όσες βασίλισσες του χιονιού, μούσες και αν έβαλες να με φυλάνε, για δες, με χρώματα ζεστά ,τις ζωγραφίζω, τις κάνω να δακρύζουν ,την παγωμένη τους καρδιά ραγίζω και ζεσταίνω.

Που είσαι αλήθεια αυτές τις μέρες…, μου έχεις λείψει .Ξυπνάω και το μόνο που νιώθω από την παρουσία σου, είναι ένα αεράκι ,να παίζει με τις λευκές κουρτίνες που μου κρέμασες κάποτε ,για να με προστατεύουν απ’ το σκοτάδι. Και είναι και εκείνο το χάδι σου, το απαλό , το αθάνατο ,σαν από ύφασμα λευκής οργάτζας, που με στοιχειώνει, όλο αγάπη .

Άλλοτε, είναι το χαμόγελο μου, που σηκώνει ανάστημα στις ψεύτικες ελπίδες, που μου δίνεις. Ξεχνιέμαι όμως, αλλάζοντας αισθήματα διαρκώς. Δημιουργό ομορφιά, ακριβώς, για να νιώθω ότι είσαι κοντά μου . Να ονειρεύομαι, ότι με ακούς , με κοιτάς , με μυρίζεις, με ακουμπάς, με θυμάσαι, με ταξιδεύεις, μόνο εσύ. Ναι ,μονό εσύ! Η μοναδική, πανάκριβη μου, ‘Eμπνευση.

Με αφορμή το πιο πάνω πεζό μου ποίημα ,πιστεύω ότι η τέχνη γενικά σήμερα, σε όλους της τους τομείς περνά κρίση. Την έχουνε εξευτελίσει όσο δεν γίνετε, όσο δεν πάει .Έχουνε συγχύσει ,την επίδειξη, τα οικονομικά, τα πολιτικά οφέλη .Μαζί με κάτι που προϋπάρχει ,την αγνή και αληθινή ,καλλιτεχνική έμπνευση.

[Τώρα άλλο θέμα ,για “αν αυτά είναι γούστα” , δεν το (συζητώ,) νομίζω .Προχθές για παράδειγμα μια πελάτισσα με “γούστο”, ενθουσιάστηκε όταν της είπα ότι η εταιρία μας τής δίνει την ευκαιρία να επιλέξει μεταξύ τεσσάρων ειδών σχεδίασης(design) κεραμικά (μόνο,) για “το διαμέρισμα της”. « Αν επιλέξετε κάτι άλλο από αλλού της αρεσκείας σας θα πληρώσετε περισσότερα από αυτά που αναφέρονται στο συμβόλαιο. Τι να κάνουμε αυτοί είναι οι κανονισμοί…»]

Κατά τα άλλα το λεγόμενο, “έτοιμη τέχνη(rety made)” είναι δήθεν, μορφή, κίνημα τέχνης που το συναντούμε στη μουσική, την λογοτεχνία, την ζωγραφική, την γλυπτική…. Ειρωνεία και όμως, είναι “κάτι” που χοροπηδά με καταστροφική δύναμη πάνω σε ανθρώπινα ιδεώδη. Εκείνα τα ιδεώδη που είναι καθαρά εμπνεύσεις Ανθρώπων και όχι μηχανών ,όπως για παράδειγμα χρηματοδέκτες.

Και είναι αυτοί οι λίγοι πια άνθρωποι, πιστεύω, που την έμπνευση την φαντάζονται, την νιώθουν σαν κάτι σπάνιο .Όπως ακριβώς ένα λουλούδι ,με άρωμα ερωτικό , ρομαντικό… Που το φωτογραφίζουν ,το παρατηρούν. Ανεβαίνουν δύσβατα βουνά, να το ζητιανέψουν, να το δουν ,απλά για μια ονειρική ιδέα. Μια ιδέα που θα τους δώσει την χαρά να δημιουργήσουν, ομορφιά , συνείδηση ,στον επώδυνο κόσμο τους. Και αν πάλι χρειαστούν έμπνευση ;Πάλι θα ψάξουν να την βρουν σε δύσβατα επικίνδυνα μέρη.

Άλλοι πάλι άμα τύχει και βρουν ένα τέτοιο λουλούδι έμπνευσης ,το κόβουν. Και ξέρετε χρησιμοποιούν μεθόδους όπως, η αποξήρανση , η ταρίχευση… Για να είναι τάχα πάντα δικό τους. Να μην χρειαστεί να το ξαναψάξουν . Έτσι αντί να δημιουργήσουν ομορφιά , δημιουργούν τεχνητά και μεταλλαγμένα “τερατουργήματα” . Και το χειρότερο είναι που σ΄ αυτά τα τερατουργήματα ο αφελείς κόσμος υποκλίνεται .Γιατί αυτοί έχουν τον καλλιτεχνικό τους τρόπο… ,να πείθουν , να κάνουν το δικό τους.

Τώρα τι αναφέρω αυτούς τους τύπους ,γιατί ίσως να μην φταίνε και αυτοί , ίσως να τους παρέσυρε το ρέμα. Κάθε φορά που περνά μπρος μου ένα από αυτά τα εμπνευσμένα τερατουργήματα τους ,στην αρχή βάζω τα γέλια και τα θεωρώ γελοία. Μετά όμως κλείνω τις αισθήσεις μου και σκέφτομαι ότι εκείνοι ίσως να είναι σαν τον τύπο ανθρώπου που αναφέρει σαρκαστικά ο Αίσωπος ,σε έναν από τους μύθους του. Ξέρετε, εκείνον που “έφτιαξε μια ωραία λίμνη” και έβαλε μέσα ένα κύκνο να του τραγουδήσει και ο κύκνος δεν τραγούδαγε , μέχρι που ….

Ίσως ο αιώνας μας τελικά εκτός από τους άσχημους φυσικούς οιωνούς ,τις ανίατες αρρώστιες, τα ανθρωποκαταστροφικά συνήθεια, τους καπρίτσικους πολέμους, την θυσιαστική τρομοκρατία, την διάφανη ειρήνη, την επιφανειακή ισότητα….. Να έχει σφραγιστεί και ως η πιο εμπορεύσιμη εποχή.

Τέλος πάντων ,είπαμε η έμπνευση είναι λουλουδάκι που σπανίζει. Κάτι άπιαστο, ευαίσθητο και όχι κάτι που καλουπώνετε. Μια γεννήτρια αν θέλετε τέχνης , δημιουργίας, από ανθρώπους για ανθρώπους. Που απέδειξε μέσα στους αιώνες ότι μπορεί να σώσει την ανθρωπότητα .Μιλώντας αν μη τη άλλο, στην συνείδηση των ανθρώπων, στην ψυχή τους, αντιμετωπίζοντας έτσι και τους πιο αιμοβόρους και εκμεταλλευτές ηγέτες .Ας χειριστούμε πιστεύω ο καθένας μας, το χάρισμα του αναλόγως ,για το κοινό καλό, την ωραιοποίηση του σπιτιού μας που λέγετε γη( ,που θα έλεγε και κάποιος δεντροφυτευτής).

Αν επιτέλους αντικατασταθεί από ένα ευκολόβρετο, πλαστικό λουλούδι σε τιμή ευκαιρίας ,στα λεγόμενα εμπορικά, “ανθοπωλεία κάποιων” . Τότε αν κάποιος, κάπου ,κάποτε, χρειαστεί μια έμπνευση, παλιού μοντέλου, για την εξέλιξη της ανθρωπότητας .Θα πρέπει να ψάξει, σε δύσβατα, σκοτεινά μέρη, του μυαλού του. Και ίσως τότε το ξανασκεφτεί , βλέποντας εκεί μέσα ,ένα κρυσταλλένιο, παγερό ,γκρι παλάτι ,που στα δωμάτια του, θα ‘χει αλυσοδεμένες μούσες. Μούσες ντυμένες με φορέματα, σαν νυφικά, από λευκή οργάντζα…. Ίσως συνειδητοποιήσει ότι έστω και μια να ελευθερώσει, να την κάνει να τον παντρευτεί, από δ’ αυτές, θα είναι για πάντα, τυχερός, δοξασμένος . Θα καταλάβει ότι το όνειρο του έγινε πραγματικότητα , θα καταλάβει ότι έζησε τα πάντα και ας πατά με γυμνά πόδια, πάνω σε αγκαθωτό μαρμάρινο δάπεδο ,έκτασης μόλις ενός τετραγωνικού. Γιατί αυτό το όνειρο μεγαλώνοντας θα καταλάβει ότι ονομάζετε, προσφορά. Και για να υπάρχει , χιάζετε σίγουρα έμπνευση.


"For my digital art I used these marvelous pictures: 1 , 2 . My thanks ,Constantinos Georgiou- Constantin7geo"


Τρίτη 6 Μαΐου 2008

Ο Σιδεράς

Ναι, είναι σχεδόν καλοκαίρι ,το ξέρω, αλλά άσε με να σου πω για ξεκίνημα ένα μύθο από τη συλλογή Χριστουγεννιάτικων Παραμυθιών ,που μου αρέσει και αραιά-πυκνά ,με αντιπροσωπεύει…


M
ια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, σ’ ένα μικρό χωριό χωμένο στο δάσος, ζούσε ένας πολύ φτωχός και τίμιος σιδεράς. Ολημερίς κι ολονυχτίς δούλευε σκληρά σκυμμένος πάνω από τη φωτιά προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα και να θρέψει την οικογένειά του. Ο ήχο από το σφυρί του αντιλαλούσε σε όλο το χωριό κι έφτανε μέχρι βαθιά μέσα στο δάσος, τρομάζοντας τα ανύποπτα πουλιά και ζώα.

Οι συγχωριανοί του τον αγαπούσαν, γιατί ήταν καλόψυχος και πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, και συνήθιζαν κάθε φορά που είχαν λίγο χρόνο ελεύθερο, να περνάν από το σιδεράδικό του και να κάθονται συντροφιά του γύρω από τη μεγάλη φωτιά, λέγοντας ιστορίες για στοιχειά και δαιμόνους και ακούγοντας το μονότονο χτύπημα του σφυριού πάνω στο μέταλλο, που θαρρείς πως μέσα στην παγωμένη και σκοτεινή νύχτα σκορπούσε μακριά από το χωριό όλα τα κακά πνεύματα.

Ήρθε όμως μια χρονιά δύσκολη για όλο το χωριό και για τον σιδερά. Γιορτές πλησίαζαν και οι περισσότεροι δεν είχαν ούτε ένα κομμάτι ξεραμένο ψωμί να φάνε. Έβγαιναν στο δάσος και προσπαθούσαν να βολευτούν με ότι έβρισκε ο καθένας. Έτσι και ο σιδεράς ένα παγωμένο βράδυ που ο αέρας σφύριζε κι έφερε απ’ το βορά ψιλό-ψιλό χιόνι, βγήκε να στήσει τις παγίδες του με την ελπίδα κάτι να πιάσει, έστω και μικρό, για να το πάει στο σπίτι, στη γυναίκα του. Και ’κει που προχωρούσε και συλλογίζονταν, έπαψε ο αγέρας ξαφνικά κι ανοίξανε σε μια μεριά τα σύννεφα και το φεγγάρι φάνηκε λεπτό σαν σπαθάκι, κι ακούστηκαν πατήματα στο χιόνι και μια φωνή λεπτή – λεπτή να τραγουδάει χαρούμενα τραγούδια με λόγια που δεν βγάζαν νόημα στη γλώσσα των ανθρώπων. Ο σιδεράς σταμάτησε τρομαγμένος κι ακούμπησε το φυλαχτό του κι άρχισε ψιθυριστά να λέει το πάτερ ημών, γιατί μπροστά του φάνηκε ένα ξωτικό, κοντό με πόδια στραβά κι ένα μυτερό καπέλο που είχε στην άκρη του κουδουνάκια.

- Και σαν που πάει τέτοια ώρα μες στο χιονιά, κυρ- σιδερά μου; Τον ρώτησε το ξωτικό. Ο σιδεράς ξαφνιάστηκε που το ξωτικό τον ήξερε, όμως δεν είπε τίποτε, μονάχα του ’πε πως βγήκε έξω να γυρέψει την τροφή του, γιατί ήταν άσχημη χρονιά κι οι γιορτές πλησίαζαν και η οικογένειά του πεινούσε.

Τότε γέλασε το ξωτικό και το χιόνι που έπεφτε πύκνωσε πολύ θαρρείς να σκεπάσει τον κόσμον όλον και τρόμαξε η κουκουβάγια και πέταξε μακριά μες στο σκοτάδι κι έγινε ξάφνου ησυχία απόλυτη, σαν κάποιος να ’χε πεθάνει και μόνο που ακούγονταν η ανάσα του σιδερά μέσα στο παγωμένο αγέρα.

Σύρε στο σιδεράδικό σου και κοίτα κάτω απ’ τα σβησμένα κάρβουνα της φωτιάς σου. Εκεί θα βρεις την τροφή σου και μην ψάχνεις άλλος.

Ο σιδεράς δεύτερη φορά δεν περίμενε να τ’ ακούσει κι έβαλε τα πόδια στην πλάτη. Έτρεχε στα σκοτεινά και πίσω του σαν να τον κυνηγούσε το χαρούμενο τραγούδι του ξωτικού χτυπώντας από δέντρο σε δέντρο κι αντιλαλώντας στο δάσος όλο με λόγια που δεν έβγαζαν νόημα στη γλώσσα των ανθρώπων.

Σαν έφτασε επιτέλους σπίτι του ο σιδεράς σφάλισε την πόρτα κι έκαμε στον αέρα το σημείο του σταυρού τρεις φορές κι ούτε που τόλμησε να πάει στο σιδεράδικό του, τι ήταν σίγουρος πως κάτι κακό του σκάρωνε το ξωτικό, για να γελάσει σε βάρος του. Μόνο την άλλη μέρα το πρωί που φώτισε, πριν ανάψει τη φωτιά στο σιδεράδικο να ξεκινήσει τη δουλειά, έβαλε από περιέργεια τα χέρια του μέσα στα κάρβουνα και κόντεψε να μείνει ξερός από την τρομάρα του, όταν έβγαλε τις φούχτες του γεμάτες φλουρί μαλαματένιο.

Εκατό νομίσματα βρήκε εκείνη τη μέρα ο σιδεράς κι όσοι περνούσανε δεν πίστευαν στα μάτια τους. Μόνο τ’ αγγίζανε για να σιγουρευτούνε. Και τότε κάποιοι ζήλεψαν τον σιδερά και κρύφτηκαν πίσω – πίσω για να μη φαίνεται η ντροπή. Και βέβαια ανθρώπινα όλα αυτά μόνο που ο σιδεράς όλους τους ξάφνιαζε, γιατί τίποτε δεν κράτησε για το εαυτό του αλλά γέμισε με τρόφιμα τις αποθήκες του χωριού και φορεσιές καινούργιες πήρε για τον καθένα και σ’ όλα τα παιδιά παιχνίδι τώρα που έρχονται οι γιορτές, να μη μείνει αδειανό κανένα δέντρο.

Κι όταν ήρθε η σειρά του φορεσιά καινούρια να πάρει, φλουριά καθ’ όλου δεν είχαν περισσέψει κι έμεινε ο σιδεράς με τα ρούχα τα παλιά, τα λιωμένα. Μα αυτός καθόλου δεν λυπήθηκε, γιατί στο σιδεράδικο του έκαιγε η φωτιά του κατακόκκινη και το σφυρί του να χτυπάει ξανά το σίδερο στο αμόνι. Όλοι χαρούμενοι ήταν μια πιότερο απ’ όλους ο σιδεράς. Έτσι ανήμερα βγήκε στο χιονισμένο δάσος να βρει το ξωτικό και να το ευχαριστήσει.

Περιπλανήθηκε ώρες πολλές μέσα στο δάσος με τα δέντρα τα πανύψηλα. Κάτω το άσπρο του χιονιού και ψηλά κατάμαυρη η νύχτα, με κάτι αστέρια μικρά τοσοδούλικα. Κι είχε σχεδόν απελπιστεί, όταν άκουσε τη φωνή του ξωτικού να ρωτάει θυμωμένο: Ποιος είσαι εσύ που τόση ώρα με ψάχνεις; Τι ζητάς;

Τότε ο σιδεράς γύρισε και χαιρέτησε με σεβασμό το ξωτικό. Εσύ κυρ-σιδερά, είπε το ξωτικό, κόντεψα να μη σε γνωρίσω, δεν άλλαξες καθόλου. Που είναι τα ρούχα τα πλουμιστά, που τ’ άσπρα άλογα κι οι χρυσαφιές οι άμαξες, που οι υπηρέτες οι στολισμένοι; Μήπως δεν βρήκες τα φλουριά που σου ’ταξα; Τα βρήκα καλό μου ξωτικό, του απάντησε ο σιδεράς και του ’πε την ιστορία όλη. Κι όση ώρα του μιλούσε δάκρια μεγάλα στάζανε απ’ τα μάτια του ξωτικού κι έκαιγαν το χιόνι.

Κι όταν τέλειωσε την ιστορία του ο σιδεράς ρώτησε το ξωτικό: γιατί κλαις καλό μου ξωτικό; Κι εκείνο απάντησε: τέτοιο θυμό δεν έχω νοιώσει για άνθρωπο, γι’ αυτό κυλάν τα δάκρυά μου. Με τόσα χρήματα θα ζούσες πλούσια εσύ και των παιδιών σου τα παιδιά. Κι αντί γι’ αυτό προτίμησε να τα σκορπίσεις εδώ κι εκεί κι εσύ να παραμείνεις βρώμικος και φτωχός και κάθε μέρα να καις τα γένια σου δουλεύοντας τη φωτιά και το σίδερο, εσύ που θα μπορούσες όλους στο χωριό να τους αγοράσεις.

Έτσι κατασπατάλησες το δώρο μου, μ’ αυτή σου η πράξη δεν θα περάσει έτσι. Στάχτη να γίνουν τα φλουριά που σου ’δωσα κι ό,τι μ’ αυτά αγοράστηκε. Φτωχός εσύ να ζήσεις και των παιδιών σου τα παιδιά. Φύγε τώρα, πριν θυμώσω κι άλλο. Κι αν ήσουν διαφορετικός θα γέμιζες χρυσάφι.

Έτσι τιμωρήθηκε ο σιδεράς για την καλή του πράξη και το επόμενο πρωί πολλοί φτωχοί ξύπνησαν ακόμη φτωχότεροι.

Και πέρασαν χρόνια πολλά και το χωριό έγινε πόλη. Και το δάσος έγινε έπιπλα και ξύλα για το τζάκι και οικόπεδα αξιοποιήσιμα κι ακόμα οι γονείς διηγούνται στα παιδιά τους το πάθημα του καλού σιδερά, για να μαθαίνουν.