Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

" Ζεστά διαμάντια "




Εγκλώβιζε καιρό τώρα το φως του μέσα στα διάφανα παγερά δωμάτια της καρδιάς της .Μα έτσι φτιάχνανε χρώματα μαζί. Όμορφα χρώματα ,οφθαλμαπάτες , που τα κοίταζαν όλοι με χαρά και λατρεία. Κάποιοι άλλοι όμως, σαν από γέρικα μαύρα κρύσταλλα ,φωλιασμένα χρόνια τώρα, μέσα στο σκοτάδι του ορυχείου, του μυαλού τους. Μόλις είδαν το φως, δεν άντεξαν την λαμπρότητα του. Κατάλαβαν ότι δεν θα το άντεχαν , θα χαλούσε τα σχεδία τούς. Μα προπαντός ,ότι ένας συγγενής τους, θα θαυμαζόταν για το παρουσιαστικό του. Έτσι λοιπόν ζήλεψαν τα όμορφα χρώματα και έπεισαν το διαμάντι πως είναι άχρηστο και ασήμαντο κοντά στο φως. Τότε το διαμάντι σκέφτηκε ότι θα ‘ταν καλύτερα να ξεχώριζε από μόνο του. Δίχως να σκεφτεί τον κίνδυνο του, ότι θα κατέληγε μαύρο κρυσταλλώδες πέτρωμα ,σαν και τους προγόνους του.
Και ενώ στο μικρό μυαλουδάκι του διαμαντιού περιστρεφόταν αυτή η άσχημη σκέψη. Ήρθε καιρός που οι άνθρω
ποι γύρω έβλεπαν το φως και όχι το διαμάντι. Ένιωθαν την ζεστασιά του ,την καλοσύνη, την ωφελιμότητα του. Ήθελαν να μοιραστούν το χαμόγελο του ,τον αέρα γύρω του. Μα αυτό δεν άρεσε στο διαμάντι .Και έτσι προσπάθησε να αμαυρώσει με κάθε πανούργο τρόπο την φωτεινότητα του φωτός . Ανεπιτυχώς όμως ,γιατί όσο εκείνο προσπαθούσε , άλλο τόσο το περιφρονούσαν και ελκύονταν όλο και πιο πολύ από το φως. Είπε τότε μια μέρα το διαμάντι: « φύγε από μέσα μου ,φύγε εντελώς από τον παγωμένο μου πυρήνα! Σταμάτα να με ζεσταίνεις! Μην μ’ αγαπάς ,θα σπάσω!».
Εκείνη έριξε το δαχτυλίδι με το διαμάντι στον τσιμέντο, και
το διαμάντι κομματιάστηκε. «Μην φοβάσαι!», του είπε , «το διαμάντι δεν νιώθει ,όπως και η καρδιά μου τόσο καιρό». Καθώς εκείνη έφευγε, το φως διάχυτο έτρεξε να μαζέψει τα λαμπυρίσματα από τα κομμάτια του διαμαντιού και τα έστειλε κατευθείαν στα μάτια του .Για να νιώσει τον πόνο του φωτός ,που δεν έβρισκε πια παγερό δωμάτιο να ζεστάνει ,να του φτιάξει χρώματα ,να χαρεί και εκείνο.
Και έχουνε να λένε από τότε ,ότι από τα ματιά του έπεσαν κάπο
ια άλλα διαμάντια .Ζεστά διαμάντια , που δεν συγκρίνονται, δεν ανταλλάζονται με καμιά ύλη. Είναι πιο πάνω από κάθε αξία. Πιο πολύτιμα από κάθε δώρο, κάθε περιουσία ,από κάθε κληρονομιά.
Μαζεύτηκαν τότε τα ζεστά διαμαντένια κομμάτια ένα ένα ,και ενώθηκαν. Σήκωσε τότε το δαχτυλίδι εκείνος κ
αι κοίταξε τον ουρανό, πιο πέρα και από το σύμπαν. Είδε κάτι όμορφα πλάσματα να του φέρνουν ένα κουτάκι .Το άνοιξε και μέσα βρήκε ένα απλό σ’ αγαπώ .Πηρέ το σ’ αγαπώ και στην θέση του έβαλε το δαχτυλίδι. Πίστεψε σ’ αυτό .Πίστεψε ότι θα άλλαζε με αυτό τα πάντα, θα ζέσταινε την καρδιά τής.
Έτσι θα έπρεπε να γινότανε. Έτσι του ‘παν και τα όμορφα πλάσματα. Ότι η αγάπη όλα τα νικά ,όλα τα φτιάχνει ,όλα τα γλυκαίνει, όλα τα μπορεί, όλα τα αγγίζει. Μα τ
α πάντα δεν άλλαξα πόσο μάλλον, οι φιλοδοξίες της, η ψυχή της.
Εκείνος νιώθοντας αποτυχημένος πάλι ,συνέχισε τα λαμπυρήσματα της ψυχής του. Ώσπου έγινε ένα με το φως .Σαν φως που δεν το εγκλωβίζου τα διαμάντια , ούτε των α
νθρώπων τα αμμογυάλινα παλάτια. Παρά μόνο ταξιδεύει , μέσα στα έτη του .Κι άμα βρει κανένα αληθινό δάκρυ, το χαϊδεύει και το φιλά στο στόμα. Του λέει , «μην σε νοιάζει ,μια μέρα θα σου βρω την αγάπη που σου αξίζει. Γιατί μόνο εκείνη έχει αξία ,τίποτε άλλο .Και να θυμάσαι, ότι όσοι περιφρονούν την αληθινή αγάπη, τους αξίζει το σκοτάδι. Στο λέω εγώ, η αγάπη, το φως του κόσμου. Η τουλάχιστον ένα φως που έχει κάποια θέση και αυτό ,στον κόσμο, σε μια καρδιά σαν την δικιά σου. Και αν πάλι δεν θες άλλη αγάπη ,μείνε μόνο φως, μαζί μου».


"For my digital art I used these marvelous pictures: 1, 2, 3 .

My thanks ,Constantin7geo - Sideras"


Όταν έγραψα το πιο πάνω κείμενο μου είχα υπόψη μου μια ιστορία ενός καλού φίλου προδομένου από την αγάπη .Από μια αγάπη που τυφλώθηκε από κάτι που απλά γυάλιζε .

Σας μεταφέρω λοιπόν από το πρωσικό μου ημερολόγιο ,τα λόγια του . « Μερικές φορές κοιτάς πίσω ,καταλαβαίνεις ,λες ,¨καλά όλα τ’ άλλα¨ .Αλλά αυτό που σε πειράζει περισσότερο είναι ο τρόπος ενός χωρισμού. Λες δεν το άξιζες αλήθεια και είναι άδικο. Αντιλαμβάνεσαι με τέτοια δυσκολία ,λες και χάνεις την ανάσα σου, ότι αυτός ο άνθρωπος δεν άξιζε την αγάπη σου ,δεν αξίζει κανενός την αγάπη .Γιατί ότι έκανε θα το ξανά κάνει και θα το ξανά κάνει…».

Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι να έζησα ποτέ τέτοιου είδους απογοήτευση. Όπως και να έχει θυμήθηκα πρόσφατα αυτό το κείμενο μου ,μια απ’ αυτές τις νύχτες που κάθομαι στην βεράντα του νερόμυλου με φίλους και μέσα στις συζητήσεις μας αναφέρθηκε μια παρόμοια ιστορία ζεστών διαμαντιών.

Εντούτοις ,είμαι σχεδόν σίγουρος , ότι πολλοί απο εσάς ,θα είδατε, θα ακούσατε ,ή δυστυχώς θα γευτήκατε αυτό τον πόνο . Ίσως γιατί, είναι ένα από τα συχνά συμβάντα της εποχής μας.

Παρόλα αυτά, προσωπικά έμαθα να κοιτάζω μέσα στα μάτια τον ανθρώπων και να ανακαλύπτω ένα μικρό μέρος της ψυχής τους .Να κατανοώ ότι ένα λαμπύρισμα ψυχής έχει λόγο που γίνεται.

Όπως και να έχει, πιστεύω ότι μια ευχή ορισμένες φορές πραγματοποιείτε μόνο αφότου περάσει μια επώδυνη δοκιμασία. Κάποιες άλλες απλά πραγματοποιείτε .Και κάποιες άλλες φορές χάνεται μέσα στον πόνο.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Ανήκω και εγώ στην κατηγορία των αντικειμενικών ,είτε το θες ,είτε όχι!

Picture from here

Ξύπνησα και σήμερα ,με ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Εκείνο το συναίσθημα που πάντα νιώθω και εισπράττω …. ,την απογοήτευση τους. Με κοιτάνε με ‘κείνα τα ολοκάθαρα ,γυαλιστερά υγρά τους μάτια. Και όσες φορές και αν έψαχνα μετά από, μια μάχη, μια σύγκρουση, κάτι να πω ,πάντα έβρισκα την συγνώμη .Άλλοτε πάλι έκανα μια βουτιά σε ένα βυθό φτιαγμένο από αλμυρό νερό και σκέψεις. Το χάρισμα μου ήταν να φέρνω την διαφορά .Μα για εκείνη την διαφορά ,με έκλειναν μέσα σε ένα κελί….Αφού πρώτα βγήκα σε ένα βάθρο και είπα κάτι που άκουσα:
«Πάρε έναν άνθρωπο και βάλε τον μέσα σε ένα δωμάτιο ,βγάλε όλα του τα ρούχα, όλες του τις μάσκες ,τις ευαισθησίες ,την λογική, την τρέλα, τα αισθήματα ,τα ελαττώματα του…..Άφησε τον γυμνό από τα πάντα. Μετά πες μου σε τι διαφέρει από εσένα….» . Υστέρα ήπια όλο το νερό που είχανε στο αναλόγιο του βάθρου και αποχώρισα με σκυμμένο το κεφάλι , διαπιστώνοντας ότι κανείς δεν χειροκρότησε το λόγο μου. Εκείνο τον μονό λόγο ύπαρξης μου.
Πόσες φορές μες το κελί μου κρυβόμουνα από αυτή την δεσμοφύλακα ,την Τιμωρία. Αλήθεια την έτρεμα ,όταν άκουγα τα βήματα της στα δικαστήρια τους. Μα είχα και κάποιους που με νοιαζόντουσαν, με υποστήριζαν. Δεν θα ξεχάσω πόσες φορές αυτός ο δικηγόρος ,ο κύριος Χρόνος, με υπερασπίστηκε με υπομονή και κατάφερνε την λήξη των παθών μου. Μα αυτή που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου είναι την δεσποινίδα Αρχή, εκείνη την γλυκιά κοπέλα που σταδιακά ερχότανε και μου έδινε θάρρος. Με κοίταζε με τα σοκολατένια μάτια της όλο κατανόηση και με τα ζαχαρένια της χέρια με αγκάλιαζε. Οι περισσότεροι φυλακισμένοι μου είπανε ότι ήταν μια τρελή που το χόμπι της ήταν να επισκέπτεται τους κατάδικους και να τους καρφώνει στο μυαλό υποσχέσεις .Δεν με ένοιαζε όμως εμένα ,με συνεπαίρνε η πρόσκληση που μου ψιθύριζε στο αυτί . Εκείνη η πρόσκληση που έμοιαζε πρόκληση για το αύριο. Σαν ένα θεραπευτικό ρόφημα γεμάτο από όνειρα. Τα έκανε Θεέ μου όλα να φαίνονται μπροστά σε εκείνη την δεδομένη στιγμή αδύναμα πρόσκαιρα.
Και να που μια δεύτερη δανική ευκαιρία ,να αποδείξω ότι με κατανοώ, μπορεί να αποβεί μοιραία . Παρόλο που είμαι και θα είμαι ένα άβουλο πλάσμα. Ότι μου πούνε κάνω και ότι μου πούνε ψηφίζω. Έχω άχρωμο υφασμάτινο πρόσωπο για αυτό και όλοι μπορούν απάνω του να ζωγραφίσουν ότι θέλουν .Και ας λένε…. ότι είμαι ανθρώπινο και με συχωρούνε ,εγώ ξερώ…. αν το εισπράττω αυτό ,εγώ ξέρω αν επαναλαμβάνομαι.
Φυσικά κάποιες φορές είμαι και άπιαστο. Συμβαίνω δευτερόλεπτα και φέρνω μάρτυρες σπουδασμένους ηθοποιούς, να με υποστηρίξουν. Δεν κλείνομαι σε κελί , δεν γνωρίζω την δεσποινίδα Αρχή και δεν χρειάζομαι τον κύριο Χρόνο. Και αν κάποτε μέσα μου νιώσω ενοχές, ή αν αυτό το αληθινό που λένε οι ελάχιστοι άλλοι, δεν μου κάνει και θέλω να καλυφτώ. Βγαίνω απάνω στο βήμα και δεν λέω τίποτα, απλά ρίχνω με ένα προβολέα δυνατό φως σε κάποιον άλλον, που έχει το ίδιο όνομα με εμένα, «Λάθος»!

Picture from here


Το ¨Λάθος¨ στο πιο πάνω μου κείμενο μπορεί να ακούγεται σαν ένα μικρό καταδικασμένο παιδάκι ,αλλά και σε ένα αδέξιο τέρας .Μα το πιο σίγουρο είναι πιστεύω ότι από την στιγμή που κάτι αποκαλείτε λάθος θα έχει και την ανάλογη συχώρεση .Ακόμα και αν είναι σοβαρό για τους γραμμένους και άγραφους νομούς γενικά , ή την δικιά μας οπτική πλευρά. Το αν μαθαίνουμε από τα λάθη μας αυτό με κάνει να γίνομαι σαρκαστικός διαβάζοντας την ιστορία γενικά . Και αν θέλετε πιστεύω ,παρατηρείτε και στην προσωπική ιστορία του καθένα από μας ξεχωριστά. Το μονό που αλλάζει είναι οι ευθύνες μας μεγαλώνοντας .Γι΄ αυτό και τα λάθη μας, η τα λάθη των συνανθρώπων μας περνούν ανάλογη βαρύτητα , πάντοτε όπως τα αντιλαμβανόμαστε εμείς φυσικά.
Πότε πρέπει να ορίζουμε κάποια πράξη ,η κάτι λανθασμένο; Ποτέ μπορεί ένα λάθος να συγχώρεθει και ποτέ όχι ; Ποιες είναι οι απόψεις σας περί του θέματος; Εσείς τι λάθη δε συχωράτε( ελπίζω να εξαιρούνται τα ορθογραφικά : ) ) ;

Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Ηλί Ηλί-Θεέ μου


[Αγαπημένα μου νεραιδοπλάσματα ,ο σιδεράς σας ταξίδεψε πάλι,γι’ αυτό και εξαφανίστηκε από τα μαγικά σας παράθυρα . Έφτασε ακόμα μια φορά κάπου που υπάρχει ανθρώπινος πόνος ,μα αυτά θα τα πούμε αργότερα . Έχω ακόμα κάποια τρεχάματα και διευθετήσεις ώσπου να ξανά επανέλθω .Το πιο κάτω κείμενο το έγραψα πιο παλιά με τίτλο «Θεοφάγοι», επηρεασμένος από την γιορτή του Πάσχα ,μα με την καινούργια εναλλαγή ,μου φαίνεται, του πάει καλύτερα αυτός ο τίτλος.]


Είναι φορές που καλπάζει η φωνή σου μες την καρδιά ,σαν άλογο δυνατό, μεταξένιο , και σου λέει , «Βρες το άγιο ποτάμι, το άλλο άγιο δώρο. Κι αν είσαι αρκετά δυνατός καθάρισε τις ψυχές τους και για αντάλλαγμα θα πάρεις πίσω την δικιά σου. Και ‘γω …,εγώ , στο υπόσχομαι, θα σε κάνω δέντρο μες τον κήπο μου ,δέντρο αθάνατο , δέντρο της γνώσης, δέντρο όπως πρώτα… »

Βρίσκεις το ποτάμι, κανείς ότι σου λέει η καρδιά σου εκείνο το άθλιο ,το αληθινό , το ιδιαίτερο ,το μοναδικό φως ,της ηλίθιας ,της ηλίθιας, της ηλίθιας ,της αγάπης! Στέλνεις χείμαρρους μες ‘τις φαρισαίες , βρομερές συνειδήσεις .Mα αυτές δεν καθαρίζουν , σου βάζουνε φράγματα ,λογοκρισίες, ψευτιές…. Άνισος αγώνας ,στην δικιά σου αρένα, την ολόδικια σου αρένα ! Γιατί; Γιατί είσαι τόσο ηλίθιος!Γι’ αυτό ! Γι’ αυτό πάντα θα υπάρχει εκείνη η ηλιθία καλοσύνη σου , η αρένα σου!

Σε νίκησαν αν το έχεις καταλάβει. Μήπως το έχεις καταλάβει ποτέ σου; Ηλί Ηλί-Θεέ μου νικιέσαι! Νικιέσαι ,παίρνεις το κεφάλι σου , που σου ΄χουν κόψει και το τοποθετείς, σαν να απαλλάσσεσαι από αυτό το τρόπαιο ,αυτή την τιμητική στολή που σου έδωσε εκείνη ,εκείνη η μάνα γη. Η γη, το χώμα ,δίχως τον ουρανό ,δίχως Εκείνον . Πάνω σ’ εκείνον τον ασημένιο δίσκο. Ξέρεις… ,εκείνον που αντανακλά ,το σπαραγμένο φως. Εκείνον τον μαγικό καθρέφτη , που στα μάτια αντανακλά ,ο ηδονικός χορός του σαλώμικου χρώματος , η όμορφη λαγνεία της ηρωδικής ύλης. Εκείνον!

Τώρα όμως , Ηλί Ηλί-Θεέ μου που σωπάσανε τα μάτια σου… ,είναι η καρδιά σου μόνο... Μόνο εκείνη χτυπά ρυθμικά στον κρότο των ατσάλινων καρφιών. Τα ξέρεις εσύ αυτά τα ατσάλινα, τα έφτιαξες , τα έδωσες και πληρώθηκες καλά γι’ αυτά . Να ‘ναι γερά, να κρατάνε ,να μην σκουριάσουν, να κάνουν σωστά την δουλειά τους. Όπως και εσύ! Ηλίθιε, Ηλίθιε, Ηλίθιε, για να σε δω ,που σου τρυπάνε τα δικά σου ποδιά ,τα δικά σου χέρια. Για να σε δω τώρα! Σταμάτα να μου βρίσκεις δικαιολογίες είσαι ηλίθιος που πιστεύεις ,πιστεύεις σε κάτι ηλίθιο .Και πάψε να μου λες συνέχεια ότι φτιάχνεις όπλα για ανθρώπους. Γιατί εγώ σε ξέρω, άλλη είναι η ικανότητα σου ,εσύ είσαι φύλακας, θεραπευτής της γης.

Μην στεναχωριέσαι όμως ,πάλι τα κατάφερες ,τους εξαπάτησε η κουφή κόψη, μιας σκουριασμένης ξιφολόγχης, πάλι μέταλλο . Που άνοιξε ,μια Παναγία, πανάγια πληγή, που δεν σταμάτησε ποτέ για ‘σένα στα αιώνια ασημοστόλιστα εικονίσματα να κλαίει, να θεραπεύει… ,άλλες πληγές. Πληγές σαν την δικιά σου

Για άκουσε , Ηλί Ηλί-Θεέ μου ,μήπως είναι τα υπερήφανα ρωμαία ζάρια που μέχρι σήμερα γλιστράνε εκκωφαντικά ,αργά, στις δύσβατες χαραμάδες του μυαλού σου; Τρόπαιο ,η θεϊκή πορφύρα ,η αθανασία, που την πρωτοάγγιξαν δυο δουλικά ελληνικά χεριά. Και το φύλαξαν ,σκλαβωμένα, ταπεινωτικά, όπως ,την σημαντική ιστορική τους , ανεπανάληπτη, αξία .

Ώσπου έρχεται εκείνη η μέρα που γίνεσαι ο ακέφαλος καβαλάρης. Αρπάζεις, ελευθερώνεις, τον μανδύα και τον ρίχνεις πάνω σ’ ένα ανάξιο ,γολγοθένιο βουνό .Για να το κανείς όμορφη πεδιάδα με πορφυρές παπαρούνες .Κατεβαίνεις τότε και αμολάς ελεύθερο το δυνατό άλογο, μες την ίδια κόκκινη πεδιάδα. Στέκεσαι στην μέση της και νιώθεις να σε λυπούν οι τόσες μάχες , το τόσο αίμα, ο τόσος πόνος που μαζεύτηκε. Τόσος, τόσος …,σαν δηλητιριόδη φίδια που μαζεύτηκαν και λάβωσαν ,το άγριο, το άγιο, πνεύμα σου ,το ά-λογο σου .Και εκείνα τα άλλα …τα τόσα , τα τόσα δόντια τους ,που γαντζώθηκαν πάνω στα γυμνά σου πόδια;

Κοιτάς και το μεδουσένιο κεφάλι σου, στον ασημένιο δίσκο. Και δεν αναρωτιέσαι πια. Υψώνεις τα χέρια και ο άνεμος μαδάει όλες τις κόκκινες παπαρούνες ,στέλνοντας τα πέταλα τους στον ουρανό. Στον ουρανό ,για να σου φτιάξουν ένα κατακόκκινο ήλιο. Σταυρώνεις μετά τα χέρια , προς-εύχεσαι, συχωράς τον ήλιο. Εκείνος γίνεται κυανόασπρος, λαμπερός και κάνει στάχτη τα φίδια. Το κεφάλι ανοίγει τα ουράνια μάτια του και κοιτάζει το αποκεφαλισμένο του σώμα πατρικά.

Το άλογο αποκτά δυο θεόρατες κάτασπρες φτερούγες. Μα και ανθρώπινη λαλιά που σου λέει: «Τι γυρεύεις Ηλί Ηλί-Θεέ μου μέσα στους νεκρούς ,αυτά τα αρώματα δεν θα απλωθούν πότε στο κορμί σου. Γιατί πια δεν σ’ ανήκει! Ποτέ δεν σου άνηκε ! Ανήκει, άνηκε πάντα σε ‘κείνους ,εκείνους εκεί ,τους αλυσοδεμένους στην γη .Εκείνους που αναζητούν, που βλέπουν ψηλά, που θέλουν να πετάξουν , εκείνους τους μόνους , τους μοναχούς μονομάχους , εκείνους τους Θεοφάγους!»

Μα εσένα Ηλί Ηλί-Θεέ μου…, εσένα ,ασάλευτα εκεί τα όλα σου περιμένουν το σκοτάδι που θα τους φέρει την ανατολή της υπόσχεσης ,της σωτηρίας τους. Πάνω σε ‘κείνο το ατιμωτικό τους, τιμημένο σύμβολο.

Τι και αν κέρδισες εσύ, του πιο μεγάλου ανθρώπινου φόβου ,την μοναδική μάχη . Την θυσία θες να θυμούνται ,να την έχουνε πανοπλία μέσα τους. Πάλι σίδερο…

Κι’ όμως δεν ήταν ,δεν είναι έτσι η ιστορία. Το θαύμα τώρα αρχίζει ,τώρα η γη γεύεται την σωτηρία της. Την αρχή αυτής της σωτηρίας, που γέμισε τον ουρανό από κάτι φτερωτά , λαμπερά πλάσματα. Που τα τραγούδια τους σαν πύρινες ηλιαχτίδες ξέφυγαν του ήλιου μυστικά , σοφά και πήγαν και αποκοιμήθηκαν ,σ’ ένα ασήμαντο μπλε πλανήτη ,σε μια ασήμαντη γωνιά, σε μια Αγία Τράπεζα ξεπλένοντας τα ηλίθια , Ηλί Ηλί-Θεέ μου που είπες . Ναι ,εκεί ,εκεί απάνω στην άγια τράπεζα ,που πετσοκόβουν ,με σίδερο ,το ακέφαλο άφθαρτο σώμα. Τη μικρή μεγαλόπρεπη θεία ψυχή σου, καθημερινά, τάχα ,για να έχουν έως του χρόνου τον ίδιο καιρό, να πίνουνε τον μοναδικό πολτό εκείνοι-εμείς ,που όλα τα μπορούμε, εμείς, εμείς οι Θεοφάγοι!

Τι άποψη λέω λοιπόν στο πιο πάνω κείμενο μου; Κάτι απλό και σύνθετο, όπως αυτό που είπε και ο Jorge Angel Livraga : «Μη πιστεύετε στα θαύματα, κάντε τα!» Αυτό μάλλον είναι και το μεγάλο νόημα της Αναστάσεως του Χριστού , το σύνθημα , το μυστήριο ,το μυστικό της Μεγάλης Εβδομάδας που μας πέρασε. Μα και το μυστικό της ζωής της όποιας ζωής. Εκείνος ήρθε σαν άνθρωπος και έγινε θεός. Γιατί όχι και εσύ ,εγώ, χρησιμοποίησε την θεϊκή ,την ανθρώπινη σου ικανότητα και κάνε αυτόν ,τον πλανήτη , τον άνθρωπο, πιο διαχρονικό, πιο αθάνατο! Αναλώσου κάπου που να αξίζει, για την συνείδηση της ψυχής σου . Και προς Θεού μην είσαι άλλο τόσο ηλίθιος!


Το ξέρω είναι δύσκολο ….απλά πες μου και εσύ τι επιδιώκουμε, ποιος είναι ο στόχος σου, τι λέει η καρδιά σου, …αν λέει πια.