Ναι, είναι σχεδόν καλοκαίρι ,το ξέρω, αλλά άσε με να σου πω για ξεκίνημα ένα μύθο από τη συλλογή Χριστουγεννιάτικων Παραμυθιών ,που μου αρέσει και αραιά-πυκνά ,με αντιπροσωπεύει…
Mια φορά κι έναν καιρό, πριν από πολλά χρόνια, σ’ ένα μικρό χωριό χωμένο στο δάσος, ζούσε ένας πολύ φτωχός και τίμιος σιδεράς. Ολημερίς κι ολονυχτίς δούλευε σκληρά σκυμμένος πάνω από τη φωτιά προσπαθώντας να τα βγάλει πέρα και να θρέψει την οικογένειά του. Ο ήχο από το σφυρί του αντιλαλούσε σε όλο το χωριό κι έφτανε μέχρι βαθιά μέσα στο δάσος, τρομάζοντας τα ανύποπτα πουλιά και ζώα.
Οι συγχωριανοί του τον αγαπούσαν, γιατί ήταν καλόψυχος και πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, και συνήθιζαν κάθε φορά που είχαν λίγο χρόνο ελεύθερο, να περνάν από το σιδεράδικό του και να κάθονται συντροφιά του γύρω από τη μεγάλη φωτιά, λέγοντας ιστορίες για στοιχειά και δαιμόνους και ακούγοντας το μονότονο χτύπημα του σφυριού πάνω στο μέταλλο, που θαρρείς πως μέσα στην παγωμένη και σκοτεινή νύχτα σκορπούσε μακριά από το χωριό όλα τα κακά πνεύματα.
Ήρθε όμως μια χρονιά δύσκολη για όλο το χωριό και για τον σιδερά. Γιορτές πλησίαζαν και οι περισσότεροι δεν είχαν ούτε ένα κομμάτι ξεραμένο ψωμί να φάνε. Έβγαιναν στο δάσος και προσπαθούσαν να βολευτούν με ότι έβρισκε ο καθένας. Έτσι και ο σιδεράς ένα παγωμένο βράδυ που ο αέρας σφύριζε κι έφερε απ’ το βορά ψιλό-ψιλό χιόνι, βγήκε να στήσει τις παγίδες του με την ελπίδα κάτι να πιάσει, έστω και μικρό, για να το πάει στο σπίτι, στη γυναίκα του. Και ’κει που προχωρούσε και συλλογίζονταν, έπαψε ο αγέρας ξαφνικά κι ανοίξανε σε μια μεριά τα σύννεφα και το φεγγάρι φάνηκε λεπτό σαν σπαθάκι, κι ακούστηκαν πατήματα στο χιόνι και μια φωνή λεπτή – λεπτή να τραγουδάει χαρούμενα τραγούδια με λόγια που δεν βγάζαν νόημα στη γλώσσα των ανθρώπων. Ο σιδεράς σταμάτησε τρομαγμένος κι ακούμπησε το φυλαχτό του κι άρχισε ψιθυριστά να λέει το πάτερ ημών, γιατί μπροστά του φάνηκε ένα ξωτικό, κοντό με πόδια στραβά κι ένα μυτερό καπέλο που είχε στην άκρη του κουδουνάκια.
- Και σαν που πάει τέτοια ώρα μες στο χιονιά, κυρ- σιδερά μου; Τον ρώτησε το ξωτικό. Ο σιδεράς ξαφνιάστηκε που το ξωτικό τον ήξερε, όμως δεν είπε τίποτε, μονάχα του ’πε πως βγήκε έξω να γυρέψει την τροφή του, γιατί ήταν άσχημη χρονιά κι οι γιορτές πλησίαζαν και η οικογένειά του πεινούσε.
Τότε γέλασε το ξωτικό και το χιόνι που έπεφτε πύκνωσε πολύ θαρρείς να σκεπάσει τον κόσμον όλον και τρόμαξε η κουκουβάγια και πέταξε μακριά μες στο σκοτάδι κι έγινε ξάφνου ησυχία απόλυτη, σαν κάποιος να ’χε πεθάνει και μόνο που ακούγονταν η ανάσα του σιδερά μέσα στο παγωμένο αγέρα.
Σύρε στο σιδεράδικό σου και κοίτα κάτω απ’ τα σβησμένα κάρβουνα της φωτιάς σου. Εκεί θα βρεις την τροφή σου και μην ψάχνεις άλλος.
Ο σιδεράς δεύτερη φορά δεν περίμενε να τ’ ακούσει κι έβαλε τα πόδια στην πλάτη. Έτρεχε στα σκοτεινά και πίσω του σαν να τον κυνηγούσε το χαρούμενο τραγούδι του ξωτικού χτυπώντας από δέντρο σε δέντρο κι αντιλαλώντας στο δάσος όλο με λόγια που δεν έβγαζαν νόημα στη γλώσσα των ανθρώπων.
Σαν έφτασε επιτέλους σπίτι του ο σιδεράς σφάλισε την πόρτα κι έκαμε στον αέρα το σημείο του σταυρού τρεις φορές κι ούτε που τόλμησε να πάει στο σιδεράδικό του, τι ήταν σίγουρος πως κάτι κακό του σκάρωνε το ξωτικό, για να γελάσει σε βάρος του. Μόνο την άλλη μέρα το πρωί που φώτισε, πριν ανάψει τη φωτιά στο σιδεράδικο να ξεκινήσει τη δουλειά, έβαλε από περιέργεια τα χέρια του μέσα στα κάρβουνα και κόντεψε να μείνει ξερός από την τρομάρα του, όταν έβγαλε τις φούχτες του γεμάτες φλουρί μαλαματένιο.
Εκατό νομίσματα βρήκε εκείνη τη μέρα ο σιδεράς κι όσοι περνούσανε δεν πίστευαν στα μάτια τους. Μόνο τ’ αγγίζανε για να σιγουρευτούνε. Και τότε κάποιοι ζήλεψαν τον σιδερά και κρύφτηκαν πίσω – πίσω για να μη φαίνεται η ντροπή. Και βέβαια ανθρώπινα όλα αυτά μόνο που ο σιδεράς όλους τους ξάφνιαζε, γιατί τίποτε δεν κράτησε για το εαυτό του αλλά γέμισε με τρόφιμα τις αποθήκες του χωριού και φορεσιές καινούργιες πήρε για τον καθένα και σ’ όλα τα παιδιά παιχνίδι τώρα που έρχονται οι γιορτές, να μη μείνει αδειανό κανένα δέντρο.
Κι όταν ήρθε η σειρά του φορεσιά καινούρια να πάρει, φλουριά καθ’ όλου δεν είχαν περισσέψει κι έμεινε ο σιδεράς με τα ρούχα τα παλιά, τα λιωμένα. Μα αυτός καθόλου δεν λυπήθηκε, γιατί στο σιδεράδικο του έκαιγε η φωτιά του κατακόκκινη και το σφυρί του να χτυπάει ξανά το σίδερο στο αμόνι. Όλοι χαρούμενοι ήταν μια πιότερο απ’ όλους ο σιδεράς. Έτσι ανήμερα βγήκε στο χιονισμένο δάσος να βρει το ξωτικό και να το ευχαριστήσει.
Περιπλανήθηκε ώρες πολλές μέσα στο δάσος με τα δέντρα τα πανύψηλα. Κάτω το άσπρο του χιονιού και ψηλά κατάμαυρη η νύχτα, με κάτι αστέρια μικρά τοσοδούλικα. Κι είχε σχεδόν απελπιστεί, όταν άκουσε τη φωνή του ξωτικού να ρωτάει θυμωμένο: Ποιος είσαι εσύ που τόση ώρα με ψάχνεις; Τι ζητάς;
Τότε ο σιδεράς γύρισε και χαιρέτησε με σεβασμό το ξωτικό. Εσύ κυρ-σιδερά, είπε το ξωτικό, κόντεψα να μη σε γνωρίσω, δεν άλλαξες καθόλου. Που είναι τα ρούχα τα πλουμιστά, που τ’ άσπρα άλογα κι οι χρυσαφιές οι άμαξες, που οι υπηρέτες οι στολισμένοι; Μήπως δεν βρήκες τα φλουριά που σου ’ταξα; Τα βρήκα καλό μου ξωτικό, του απάντησε ο σιδεράς και του ’πε την ιστορία όλη. Κι όση ώρα του μιλούσε δάκρια μεγάλα στάζανε απ’ τα μάτια του ξωτικού κι έκαιγαν το χιόνι.
Κι όταν τέλειωσε την ιστορία του ο σιδεράς ρώτησε το ξωτικό: γιατί κλαις καλό μου ξωτικό; Κι εκείνο απάντησε: τέτοιο θυμό δεν έχω νοιώσει για άνθρωπο, γι’ αυτό κυλάν τα δάκρυά μου. Με τόσα χρήματα θα ζούσες πλούσια εσύ και των παιδιών σου τα παιδιά. Κι αντί γι’ αυτό προτίμησε να τα σκορπίσεις εδώ κι εκεί κι εσύ να παραμείνεις βρώμικος και φτωχός και κάθε μέρα να καις τα γένια σου δουλεύοντας τη φωτιά και το σίδερο, εσύ που θα μπορούσες όλους στο χωριό να τους αγοράσεις.
Έτσι κατασπατάλησες το δώρο μου, μ’ αυτή σου η πράξη δεν θα περάσει έτσι. Στάχτη να γίνουν τα φλουριά που σου ’δωσα κι ό,τι μ’ αυτά αγοράστηκε. Φτωχός εσύ να ζήσεις και των παιδιών σου τα παιδιά. Φύγε τώρα, πριν θυμώσω κι άλλο. Κι αν ήσουν διαφορετικός θα γέμιζες χρυσάφι.
Έτσι τιμωρήθηκε ο σιδεράς για την καλή του πράξη και το επόμενο πρωί πολλοί φτωχοί ξύπνησαν ακόμη φτωχότεροι.
Και πέρασαν χρόνια πολλά και το χωριό έγινε πόλη. Και το δάσος έγινε έπιπλα και ξύλα για το τζάκι και οικόπεδα αξιοποιήσιμα κι ακόμα οι γονείς διηγούνται στα παιδιά τους το πάθημα του καλού σιδερά, για να μαθαίνουν.
18 σχόλια:
πολύ ωραία η ιστορία σου και συνάμα λυπητερή ...φαίνεται πως οι καλές πράξεις δεν εκτιμούνται, μα πιο πολύ στην σημερινή κοινωνία όπου ο καθένας κοιτάει το συμφέρον του και αν σε δει κάποιος να κάνεις μια καλή πράξη για το συνάνθρωπο σου μπορεί να σε βγάλει και τρελλό, όπως έκανε το ξωτικό στο παραμύθι σου..
p.s: καλωσόρισες στην μπλογκόσφαιρα! :)
φιλιά
Ομορφη ιστορία..
Καλή αρχή εύχομαι στο blog σου..
Kαλό βράδυ!!
@Yiota μου, σε ευχαριστώ για το καλωσόρισμα!!
Όντως υπάρχουν πολλοί ευεργέτες που κάνουν δώρα άδωρα. Και προπάντων άνθρωποι που μοιάζουν σαν το στενόμυαλο αυτό ξωτικό. Η αλήθεια είναι ότι οι καλοσυνάτοι και οι αφελείς άνθρωποι είναι πιο χαρούμενοι στην ζωή τους. Γιατί ακριβώς είναι ολιγαρκείς.
@Roadartist ,δηλώνω θαυμαστείς που μπορείς και επικοινωνείς με τόσο πολύ κόσμο πραγματικά. Είναι κάτι που θα ήθελα και ‘γω μέσω του blog μου. Εύχομαι να με ανεχτείτε και πιο πολύ να γίνω το ίδιο και ‘γω φίλος σας. Και που ξέρεις μπορεί καμιά μέρα να συναντηθούμε στο δρόμο και να σου κάνω πρώτος το πορτρέτο : )
Η αλήθεια να λέγετε ,είναι όντως όμορφη ιστορία και μου θυμίζει πολύ ένα αγαπημένο πρόσωπο. Τις καλημέρες μου!!
Πολύ ωραία η ιστορία
Καλή αρχή σου εύχομαι:)
Να μας πεις κι άλλες ιστορίες. Τις απορροφάμε εύκολα αυτές τις ιστορίες οι μπλόγκερς :)
Σιδερένιο το νέο σου σπίτι.
Μου αρέσει εδώ,ίσως γιατί αγαπώ το δάσος,ίσως γιατί λατρεύω τους νερόμυλους,ίσως γιατί ταξιδεύω με τα παραμύθια.
Καλή σου μέρα σιδερά.Εχεις πρόσκληση για παιχνίδι.Τόλμησα να σε καλέσω χωρίς να σε ρωτήσω γιατί θεωρώ ότι κι εσύ είσαι παιδί.:))
@Ευχαριστώ mmexer!! Και βεβαία θα σας πω κι’ άλλες τέτοιες ιστορίες και όχι μόνο.
@dromaki μου μικρό, θα είμαι όσο πιο καλός οικοδεσπότης γίνετε. Θα πω και στις νεράιδες μου να έρθουν και εκείνες να παίξουν.
Υπέροχο το σπιτικό σου, όαση πραγματική! Τυχερός που ζεις στο νερόμυλο μες στο δάσος, που δεν το έχουν ανακαλύψει ακόμη τα κακά ξωτικά, όπως αυτό της πολύ όμορφης ιστορίας σου! Προσπάθησε να το προστατεύσεις!
Σου εύχομαι καλορίζικο, και σου έχω κιεγώ πρόσκληση, δεν το είχα δει ότι είσαι ήδη προσκεκλημένος!
Καλό σου απόγευμα!
Πολύ όμορφη ιστορία, αλληγορική...
πέρασα για μια καλησπέρα ανταποδίδωντας την επίσκεψη και θα τα λέμε στο εξής.
Καλή αρχή στην blog-όσφαιρα!
Λίγο ανάποδο και παράξενο μου φάνηκε τούτο το ξωτικό... αλλά αύτό μάλλον προσθέτει μεγαλύτερη αξία στο παραμύθι σου Σιδερά!
Καλορίζικο το νέο στέκι... Θα έρχομαι να διαβάζω τα παραμύθια σου τακτικά ... είμαι κι εγώ λίγο παραμυθού βλέπεις...
@ΚΟΚΚΙΝΗ ΟΜΠΡΕΛΑ, σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και για να μιλάς για προστασία κάτι θα ξέρεις .Εξάλλου τι σόι ομπρελά θα είσαι άμα δεν προστατεύεις…
Σαν πορτάρης στα blogs ,ερώτηση ,που βλέπω τις προσκλίσεις;
@SAMAEL , “αλληγορική” ,μου αρέσει αυτή η λέξη. Να σε σίγουρος ότι θα τα λέμε .
@ Καλή μου Lady Blue, το ξέρω ότι είσαι παραμυθού ,ακούω ξέρεις μήνες τώρα τα τραγούδια σου.
Ωραία ιστορία και με νόημα.
Φιλάκια ...
Ένας σιδεράς λες και βγαλμένος από τα παραμύθια...τι όμορφα :))
@Μαρία Έλενα ,όντως το νόημα αυτής της ιστορίας μας αγγίζει .Γιατί ίσως να αγγίζει πολύ δυνατά την σκληρή πραγματικότητα μας. Εντούτοις και, τα δέντρα έγιναν κάρβουνα. Και αυτό δεν το έκανε το ξωτικό, αλλά ο πλεονέκτης άνθρωπος.
@elafini με τις παραμυθένιες σου μελωδίες…{Ελπίζω να χρησιμοποιείς τις χρυσές πατούσες στο πιάνο σου :)}
Καλημέρα κι ευχαριστώ για την επίσκεψη. Η εικόνα στο μυαλό μου δεν είναι γοργόνα αλλά δελφίνι. Είναι νομίζω πασιφανές... χιχι...
Αν πράγματι μένεις σε μύλο, τότε θα σου πω, πως έχω κι αυτή την εικόνα στο μυαλό μου, αφού ο παππούς μου ήταν μυλωνάς με νερόμυλο σε ένα καταπράσινο δάσος και είχα μείνει εκεί για ένα ολόκληρο καλοκαίρι.
@aqua-star καλός σε βρήκα ! Όντως είναι πασιφανές : ))). Α τα δελφίνια είναι τόσο αξιαγάπητα και πάντα τόσο καλά με τους ανθρώπους, αλλά και πολύ παιχνιδιάρικα. Πάντως ότι έχει να κάνει με θάλασσα εμένα μου εμπνέει έντονα το συναίσθημα της ελευθερίας. Και ‘μενα ο προπάππους μου ήταν μυλωνάς .Αλλά ο νερόμυλος γενικός ανέκαθεν τον χρησιμοποιούσαν περισσότερο για σιδηρουργείο, οικογενειακά παραδοσιακό επάγγελμα βλέπεις. Όλος ο κόσμος μου λέει είναι ωραία που ζω εδώ. Εγώ θα συμφωνήσω ότι είναι ακόμα καλύτερα, λίγο με την σύνδεση του διαδιχτύου το χειμώνα ,υπάρχει λίγο πρόβλημα. Ε τα κουνούπια τις αλεπούδες ,τα αγριολυκόσκυλα , τα νερόφιδα, τις νυφίτσες ,…ε αυτά, έξω φυσικά από το χώρο που διαμένω τα συνηθίζεις :)
Εξαιρετικό το παραμύθι σου. Για μένα ήταν η πρώτη φορά που το διάβασα. Να έχεις μια όμορφη μέρα
@ Κλειώ Νικολάου καλωσόρισες στο ιστιοχώρο μου ,ελπίζω να σε ταξιδεύω ,να ξεφεύγεις για λίγο με τους μύθους μου και όχι μόνο. Για χαρά.
αγαπητέ σιδερά περιμένουμε και άλλα νέα κείμενα από σένα!! να μας ταξιδεύεις στους δικούς σου κόσμους..
Δημοσίευση σχολίου